λωτομήτρα: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωτομήτρα]], ἡ (Α)<br />η [[ψίχα]] του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.
|mltxt=[[λωτομήτρα]], ἡ (Α)<br />η [[ψίχα]] του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[pulpa del fruto del loto]] συνεμβαλὼν αὐτῷ (τῷ κανθάρῳ) λωτομήτρας σπέρμα καὶ μέλι <b class="b3">echa juntamente con el escarabajo semilla de pulpa de loto y miel</b> P IV 754 λαβὼν ἔλαιον ὀμφακίζοντα μετὰ βοτάνης μαστιγίας καὶ λωτομήτρας ἕψει μετὰ σαμψούχου ἀχρωτίστου <b class="b3">toma aceite de olivas verdes con planta mastigia y pulpa de loto y hiérvelo con mejorana incolora</b> P IV 3009 λωτομήτραν, κρινάνθεμον, βούνιον <b class="b3">pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo</b> P III 333 (fr. lac.)
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτομήτρα Medium diacritics: λωτομήτρα Low diacritics: λωτομήτρα Capitals: ΛΩΤΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: lōtomḗtra Transliteration B: lōtomētra Transliteration C: lotomitra Beta Code: lwtomh/tra

English (LSJ)

ἡ, fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.

Greek (Liddell-Scott)

λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.

Spanish

pulpa del fruto del loto

Greek Monolingual

λωτομήτρα, ἡ (Α)
η ψίχα του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.

Léxico de magia

pulpa del fruto del loto συνεμβαλὼν αὐτῷ (τῷ κανθάρῳ) λωτομήτρας σπέρμα καὶ μέλι echa juntamente con el escarabajo semilla de pulpa de loto y miel P IV 754 λαβὼν ἔλαιον ὀμφακίζοντα μετὰ βοτάνης μαστιγίας καὶ λωτομήτρας ἕψει μετὰ σαμψούχου ἀχρωτίστου toma aceite de olivas verdes con planta mastigia y pulpa de loto y hiérvelo con mejorana incolora P IV 3009 λωτομήτραν, κρινάνθεμον, βούνιον pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo P III 333 (fr. lac.)