απόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἀπόστολος]]) [[αποστέλλω]]<br /><b>1.</b> (ως κύριο όνομα) [[μαθητής]] του Χριστού, [[απεσταλμένος]] για να κηρύξει το Ευαγγέλιο<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> εκκλησιαστικό [[βιβλίο]] που περιέχει περικοπές από τις <i>Επιστολές</i> και τις <i>Πράξεις των Αποστόλων</i><br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] μία από τις περικοπές αυτές που αναγιγνώσκονται στην [[εκκλησία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[ένθερμος]] [[κήρυκας]] μιας ιδεολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απεσταλμένος]], [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> ναυτική [[δύναμη]], [[στόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπόστολον</i><br />[[πλοίο]] που αποστέλλεται για ανιχνεύσεις ή [[μεταβίβαση]] διαταγών.
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἀπόστολος]]) [[αποστέλλω]]<br /><b>1.</b> (ως κύριο όνομα) [[μαθητής]] του Χριστού, [[απεσταλμένος]] για να κηρύξει το Ευαγγέλιο<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> εκκλησιαστικό [[βιβλίο]] που περιέχει περικοπές από τις <i>Επιστολές</i> και τις <i>Πράξεις των Αποστόλων</i><br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] μία από τις περικοπές αυτές που αναγιγνώσκονται στην [[εκκλησία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[ένθερμος]] [[κήρυκας]] μιας ιδεολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απεσταλμένος]], [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> ναυτική [[δύναμη]], [[στόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπόστολον</i><br />[[πλοίο]] που αποστέλλεται για ανιχνεύσεις ή [[μεταβίβαση]] διαταγών.
}}
{{trml
|trtx====[[apostle]]===
Aghwan: 𐕆𐔴𐔱𐔼𐔺𐔰𐔺𐕒; Arabic: رَسُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܫܠܝܼܚܵܐ‎; Armenian: առաքյալ; Asturian: apóstol; Azerbaijani: həvari; Breton: abostol; Bulgarian: апостол; Burmese: တမန်တော်; Catalan: apòstol; Chinese Mandarin: 使徒; Coptic: ⲁⲡⲟⲥⲧⲟⲗⲟⲥ or; Cornish: abostol; Czech: apoštol; Dutch: [[apostel]], [[zendeling]]; Estonian: apostel; Finnish: apostoli, lähetyssaarnaaja; French: [[apôtre]], [[apôtresse]]; Old French: apostre, apostle; Friulian: apuestul; Galician: apóstolo; Georgian: მოციქული; German: [[Apostel]], [[Apostelin]], [[Jünger]]; Greek: [[απόστολος]]; Hebrew: שָׁלִיחַ‎, שְׁלִיחָה‎‎; Hungarian: apostol; Indonesian: rasul; Irish: aspal; Italian: [[apostolo]]; Japanese: 使徒; Lao: ອັກຄະສາວົກ; Latin: [[apostolus]]; Luxembourgish: Apostel; Macedonian: апостол; Manx: ostyl; Maori: āpotoro; Norman: apôtre; Old English: apostol; Polish: apostoł, apostołka; Portuguese: [[apóstolo]]; Russian: [[апостол]]; Scottish Gaelic: abstol; Sorbian Lower Sorbian: pósoł; Spanish: [[apóstol]]; Swahili: mtume; Swedish: apostel; Tagalog: alagad; Thai: อัครสาวก; Turkish: havaryun, havari; Volapük: paostolan; Walloon: apoisse, apôte; Yiddish: אַפּאָסטאָל
}}
}}

Latest revision as of 09:04, 12 November 2022

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀπόστολος) αποστέλλω
1. (ως κύριο όνομα) μαθητής του Χριστού, απεσταλμένος για να κηρύξει το Ευαγγέλιο
2. ως ουσ. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει περικοπές από τις Επιστολές και τις Πράξεις των Αποστόλων
3. συνεκδ. κάθε μία από τις περικοπές αυτές που αναγιγνώσκονται στην εκκλησία
νεοελλ.
μτφ. κάθε ένθερμος κήρυκας μιας ιδεολογίας
αρχ.
1. απεσταλμένος, πρεσβευτής
2. ναυτική δύναμη, στόλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπόστολον
πλοίο που αποστέλλεται για ανιχνεύσεις ή μεταβίβαση διαταγών.

Translations

apostle

Aghwan: 𐕆𐔴𐔱𐔼𐔺𐔰𐔺𐕒; Arabic: رَسُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܫܠܝܼܚܵܐ‎; Armenian: առաքյալ; Asturian: apóstol; Azerbaijani: həvari; Breton: abostol; Bulgarian: апостол; Burmese: တမန်တော်; Catalan: apòstol; Chinese Mandarin: 使徒; Coptic: ⲁⲡⲟⲥⲧⲟⲗⲟⲥ or; Cornish: abostol; Czech: apoštol; Dutch: apostel, zendeling; Estonian: apostel; Finnish: apostoli, lähetyssaarnaaja; French: apôtre, apôtresse; Old French: apostre, apostle; Friulian: apuestul; Galician: apóstolo; Georgian: მოციქული; German: Apostel, Apostelin, Jünger; Greek: απόστολος; Hebrew: שָׁלִיחַ‎, שְׁלִיחָה‎‎; Hungarian: apostol; Indonesian: rasul; Irish: aspal; Italian: apostolo; Japanese: 使徒; Lao: ອັກຄະສາວົກ; Latin: apostolus; Luxembourgish: Apostel; Macedonian: апостол; Manx: ostyl; Maori: āpotoro; Norman: apôtre; Old English: apostol; Polish: apostoł, apostołka; Portuguese: apóstolo; Russian: апостол; Scottish Gaelic: abstol; Sorbian Lower Sorbian: pósoł; Spanish: apóstol; Swahili: mtume; Swedish: apostel; Tagalog: alagad; Thai: อัครสาวก; Turkish: havaryun, havari; Volapük: paostolan; Walloon: apoisse, apôte; Yiddish: אַפּאָסטאָל