ἀπόστολος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓πόστολος Medium diacritics: ἀπόστολος Low diacritics: απόστολος Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: apóstolos Transliteration B: apostolos Transliteration C: apostolos Beta Code: a)po/stolos

English (LSJ)

ὁ,
A messenger, ambassador, envoy, ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἦν Hdt.1.21; ἐς Λακεδαίμονα τριήρεϊ ἀπόστολος ἐγίνετο = he went off on a mission to Lacedaemon, Id.5.38.
b commander of a naval force, Hsch.
2 messenger from God, LXX 3 Ki.14.6; especially of the Apostles, Ev.Matt.10.2, al.
II = στόλος, naval squadron or expedition, Lys.19.21; ἀπόστολον ἀφιέναι, ἀποστέλλειν, ποιεῖσθαι, D.3.5, 18.80,107, IG2.809b190.
2 colony, D.H.9.59.
3 = ἀποστολή, of envoys, J.AJ17.11.1.
4 ἀπόστολον, τό, with or without πλοῖον, packet, Pl.Ep.346a, Ps.-Hdt, Vit.Hom.19.
5 ἀπόστολος, ὁ, order for dispatch, of a vessel, CPHerm.6.11 (iii A.D., pl.), PAmh. 2.138.10(iv A.D.), cf. Dig.49.6.1.
6 export-licence, PGnom.162 (ii A.D.).
7 gen. dub., cargo dispatched by order, POxy.522.1,al. (ii A.D.), PTeb.486 (ii/iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ον
A adj.
1 enviado ἐν τοῖς ἀποστόλοις πλοίοις Pl.Ep.346a.
2 apostólico ἀπόστολον ἔχων τιμὴν Χριστοῦ MAMA 1.238.5 (Laodicea Combusta).
B subst. ὁ ἀπόστολος
I acción de enviar, envío Οὐάρου τὸν ἀπόστολον ... ἐπικεχωρηκότος I.AI 17.300.
II 1mensajero, comisionado ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊε Hdt.1.21, αὐτὸς ἐς Λακεδαίμονα ... ἀπόστολος ἐγίνετο Hdt.5.38, ἕκαστός γε τῶν πεμπομένων ἀπό τινος, ἀπόστολος ἐστιν πέμψαντος Origenes Io.32.17, cf. PBaden 29.6 (V d.C.)
sent. jur. delegado, comisionado, representante de alguien o de una institución οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν y no es más el comisionado que quien lo envía, Eu.Io.13.16, ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν 2Ep.Cor.8.23, ἀπόστολος τῶν Φιλιππησίων Thdt.M.82.329C.
2 en lit. crist. apóstol de Cristo como enviado por el Padre κατανοήσατε τὸν Ἀπόστολον ... Ἰησοῦν Ep.Hebr.3.1, cf. Iust.Phil.Apol.12.9
de los profetas, Iust.Phil.Dial.75.3, cf. LXX 3Re.14.6
de Moisés, Basil.M.30.432C, de los doce Apóstoles elegidos por Cristo, Eus.HE 1.10.7, cf. Eu.Matt.10.2, incluido tb. S. Pablo ἡμεῖς οἱ δεκατρεῖς Const.App.8.46.13, cf. Amph.Seleuc.329, IGCh.227ter.
sólo de S. Pablo calificado además como μέγας, θεῖος, ἅγιος, μακάριος Clem.Al.Prot.9.83.3
de S. Juan IGCh.61bis, POxy.1151.44 (V d.C.).
III náut.
1 expedición naval ἀργυρίου δ' εἰς τὸν ἀπόστολον ἠπόρουν Lys.19.21, ἀφίεναι ἀπόστολον D.3.5, τοὺς ἀποστόλους ... ἀπέστειλα D.18.80, ἀπόστολον ποιεῖσθαι D.50.6, cf. IG 22.1629.243 (IV a.C.), Str.3.5.5, D.H.7.5, 13, Plu.2.818f, SEG 18.579 (Chipre II a.C.)
colonia ἐπειδὴ οὐκ ἀξιόχρεως ἦν ὁ ἀπόστολος D.H.9.59
neutr. τὸ ἀπόστολον = embarque Ps.Hdt.Vit.Hom.19.
2 carga enviada por barco λόγος ἀποστόλου relación de lo enviado por barco, POxy.522.1 (II d.C.) cf. PTeb.486 (II/III d.C.).
3 orden, carta de envío o de embarque ὁπόταν τὰ ἐξ ἀποστόλων πλοῖα παραγένηται POxy.1197.13 (III d.C.), cf. BGU 1741.6, CPHerm.6.12, Mitteis Chr.342.10 (IV d.C.)
permiso de salida περὶ τῶν χωρὶς ἀποστόλου ἐκπλεόντων PGnom.64 (II d.C.).
4 jur. remisoria, escrito de apelación, PPanop.29.14 (IV d.C.).
5 de pers. almirante Hsch.

German (Pape)

[Seite 327] abgesandt, weggeschickt, πλοῖον, Frachtschiff, Plat. Ep. VII, 346 a; Subst. a) ὁ ἀπ., der Bote, ἐς πόλιν ἐγένετο, Her. 1, 21; der Apostel, N.T. u. K. S.; übh. Reisender, bes. zur See, τριήρεϊ Her. 5, 38. – b) die Flotte, Lys. 19, 21; ἀπόστολον ἀφιέναι Dem. 3, 5. 18, 107 u. öfter; bes. die Ausrüstung, Absendung derselben, VLL. αἱ τῶν νεῶν ἐκπομπαί; auch Absendung einer Kolonie, Dion. Hal. 9, 59. – Nach Hesych. auch Flottenanführer; vgl. Luc. Dem. enc. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. envoyé au loin;
II. subst.ἀπόστολος :
1 envoyé, député;
2 envoi d'une expédition, particul. expédition navale ; ἀπόστολον ἀφιέναι, ἀπόστολον ἀποστέλλειν = envoyer une flotte;
3 postér. apôtre.
Étymologie: ἀποστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόστολος: II
1 посол (ἐς τὴν Μίλητον Her.);
2 снаряженный флот, морская экспедиция Lys., Dem., Plut., Luc.;
3 апостол NT.
4 снаряженный (готовый) к отплытию: ἀπόστολον πλοῖον Plat. грузовое судно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόστολος: ὁ, ἀπεσταλμένος, πρεσβευτής, ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊεν Ἡρόδ. 1.21· ἐς Λακεδαίμονα τριήρεϊ ἀπόστολος ἐγίνετο, ἀπήρχετο ὡς ἀπεσταλμένος εἰς Λακεδ., ὁ αὐτ. 5. 38. πρβλ. ἀποστολεύς. 2) ἀπεσταλμένος παρὰ τοῦ Θεοῦ, κυρίως ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 2, κ. ἀλλ. β) ἐν τῇ Ἐκκλ. βιβλίον περιέχον περικοπὰς ἐκ τῶν ἐπιστολῶν καὶ τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων. ΙΙ. = στόλος, ἤτοι κατὰ θάλασσαν δύναμις ἑτοίμῃ πρὸς ἀπόπλουν, Λυσ. 153. 40· ἀπόστολον ἀφιέναι, ἀποστέλλειν, ποιεῖσθαι Δημ. 30. 5.,252. 7., 262. 15, κτλ. 2) ἀπόστολον, τό, μετὰ τῆς λέξεως πλοῖονἄνευ αὐτῆς ἐμπορικόν πλοῖον ἢ ἀγγελιαφόρον, Πλάτ. Ἐπιστ. 346Α, Βίος Ὁμ.19, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.

English (Strong)

from ἀποστέλλω; a delegate; specially, an ambassador of the Gospel; officially a commissioner of Christ ("apostle") (with miraculous powers): apostle, messenger, he that is sent.

English (Thayer)

ἀποστόλου, ὁ;
1. a delegate, messenger, one sent forth with orders (Herodotus 1,21; 5,38; for שָׁלוּחַ in Alex.); rabbinical שְׁלִיחַ): ὁ ἀπόστολος and ὁ πέμψας αὐτόν are contrasted); followed by a genitive, as τῶν ἐκκλησιῶν, ἀπόστολον ... τῆς ὁμολογίας ἡμῶν the apostle whom we confess, of Christ, God's chief messenger, who has brought the κλῆσις ἀπουρανιος, as compared with Moses, whom the Jews confess, ἀπόστολος occurs 79 times in the N.T., and of these 68 instances are in St. Luke and St. Paul." Lightfoot). With these apostles Paul claimed equality, because through a heavenly intervention he had been appointed by the ascended Christ himself to preach the gospel among the Gentiles, and owed his knowledge of the way of salvation not to man's instruction but to direct revelation from Christ himself, and moreover had evinced his apostolic qualifications by many signal proofs: διδάσκαλος, εὐαγγελιστής, προφήτης), as also the rest of those on whom the special gifts (cf. χάρισμα) of the Holy Spirit had been bestowed, by receiving a richer and more copious conferment of the Spirit: Lightfoot on Galatians, pp. 92-101; Harnack, on ' Teaching etc. 11,3 [ET]; cf. BB. DD. under the word)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀπόστολος) αποστέλλω
1. (ως κύριο όνομα) μαθητής του Χριστού, απεσταλμένος για να κηρύξει το Ευαγγέλιο
2. ως ουσ. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει περικοπές από τις Επιστολές και τις Πράξεις των Αποστόλων
3. συνεκδ. κάθε μία από τις περικοπές αυτές που αναγιγνώσκονται στην εκκλησία
νεοελλ.
μτφ. κάθε ένθερμος κήρυκας μιας ιδεολογίας
αρχ.
1. απεσταλμένος, πρεσβευτής
2. ναυτική δύναμη, στόλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπόστολον
πλοίο που αποστέλλεται για ανιχνεύσεις ή μεταβίβαση διαταγών.

Greek Monotonic

ἀπόστολος: ὁ (ἀποστέλλω
I. 1. αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, πρεσβευτής, ειδικός απεσταλμένος, σε Ηρόδ.
2. ιερός αγγελιοφόρος, απεσταλμένος από τον Θεό, ο Απόστολος, λέγεται για τους Αποστόλους-κήρυκες του μηνύματος του Ιησού, σε Καινή Διαθήκη
II. = στόλος, η κατά θάλασσα στρατιωτική δύναμη, ναυτική εκστρατεία, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀποστέλλω
I. a messenger, ambassador, envoy, Hdt.
2. a sacred messenger, an Apostle, NTest.
II. = στόλος, a naval squadron or expedition, Dem., etc.

Chinese

原文音譯:¢pÒstoloj 阿坡-士拖羅士
詞類次數:名詞(81)
原文字根:從-安放 相當於: (שָׁלַח‎)
字義溯源:使徒,作使徒的,使者,差人;源自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成。使徒這字的字義:受差遣者,是經由主的差遣,授權的使者,為著去設立新的工作,或基督徒的交通。使徒的由來:主耶穌自己是父神差遣的使徒( 約16:17; 來3:1);他也叫他的門徒來,就從他們中間挑選十二個人,稱他們為使徒( 路6:13)。使徒的使命:所以你們要去,使萬民作我的門徒,奉父,子,聖靈的名給他們施洗( 太28:19; 可16:15; 路24:47)。主復活後,又再重申並加強他們的使命( 徒1:8)。使徒與教會的關係:教會乃是建造在使徒和先知的根基上,有基督耶穌自己為房角石( 弗2:20)。使徒工作的兩面:首先,他們見證彌賽亞預言,應驗在主耶穌基督的生活,死亡和復活上。其次,他們解釋救恩全部的過程;他們不僅見證耶穌死在十字架上( 約19:35),也傳揚主耶穌的死乃是為著我們的罪( 林前15:3),他復活乃為叫我們稱義( 羅4:25)。保羅為外邦人的使徒,乃是由耶穌基督啓示來的( 加1:12)。他也是使徒時代末了的一個大使徒。參讀 (ἄγγελος)同義字參讀 (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)同源字
出現次數:總共(79);太(1);可(1);路(6);約(1);徒(28);羅(3);林前(10);林後(6);加(3);弗(4);腓(1);西(1);帖前(1);提前(2);提後(2);多(1);來(1);彼前(1);彼後(2);猶(1);啓(3)
譯字彙編
1) 使徒(68) 太10:2; 可6:30; 路9:10; 路11:49; 路17:5; 路22:14; 徒1:2; 徒1:26; 徒4:33; 徒4:35; 徒4:36; 徒4:37; 徒5:2; 徒5:12; 徒5:18; 徒5:29; 徒5:40; 徒6:6; 徒8:1; 徒8:14; 徒8:18; 徒9:27; 徒14:4; 徒14:14; 徒15:2; 徒15:4; 徒15:6; 徒15:22; 徒15:23; 徒16:4; 羅1:1; 羅11:13; 羅16:7; 林前1:1; 林前4:9; 林前9:1; 林前9:2; 林前9:5; 林前12:28; 林前12:29; 林前15:7; 林前15:9; 林前15:9; 林後1:1; 林後11:5; 林後11:13; 林後12:11; 加1:1; 加1:19; 弗1:1; 弗2:20; 弗3:5; 弗4:11; 西1:1; 帖前2:6; 提前1:1; 提前2:7; 提後1:1; 提後1:11; 多1:1; 來3:1; 彼前1:1; 彼後1:1; 彼後3:2; 猶1:17; 啓2:2; 啓18:20; 啓21:14;
2) 使徒們(4) 路24:10; 徒2:37; 徒2:43; 徒11:1;
3) 使者(2) 林後8:23; 腓2:25;
4) 使徒的(2) 徒2:42; 林後12:12;
5) 作使徒的(1) 加1:17;
6) 差人(1) 約13:16;
7) 使徒:(1) 路6:13

Léxico de magia

apóstol, mensajero de Dios en pap. crist. εὔχεσθε πρεσβίας ... τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου ἀποστόλου ... Ἰωάννου suplicad la intercesión del santo y glorioso apóstol Juan C 5 44 διὰ τὸ ὄνομα ... τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν ἀποστόλων en el nombre de los santos padres nuestros apóstoles C 12 5

Translations

apostle

Aghwan: 𐕆𐔴𐔱𐔼𐔺𐔰𐔺𐕒; Arabic: رَسُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܫܠܝܼܚܵܐ‎; Armenian: առաքյալ; Asturian: apóstol; Azerbaijani: həvari; Breton: abostol; Bulgarian: апостол; Burmese: တမန်တော်; Catalan: apòstol; Chinese Mandarin: 使徒; Coptic: ⲁⲡⲟⲥⲧⲟⲗⲟⲥ or; Cornish: abostol; Czech: apoštol; Dutch: apostel, zendeling; Estonian: apostel; Finnish: apostoli, lähetyssaarnaaja; French: apôtre, apôtresse; Old French: apostre, apostle; Friulian: apuestul; Galician: apóstolo; Georgian: მოციქული; German: Apostel, Apostelin, Jünger; Greek: απόστολος; Hebrew: שָׁלִיחַ‎, שְׁלִיחָה‎‎; Hungarian: apostol; Indonesian: rasul; Irish: aspal; Italian: apostolo; Japanese: 使徒; Lao: ອັກຄະສາວົກ; Latin: apostolus; Luxembourgish: Apostel; Macedonian: апостол; Manx: ostyl; Maori: āpotoro; Norman: apôtre; Old English: apostol; Polish: apostoł, apostołka; Portuguese: apóstolo; Russian: апостол; Scottish Gaelic: abstol; Sorbian Lower Sorbian: pósoł; Spanish: apóstol; Swahili: mtume; Swedish: apostel; Tagalog: alagad; Thai: อัครสาวก; Turkish: havaryun, havari; Volapük: paostolan; Walloon: apoisse, apôte; Yiddish: אַפּאָסטאָל‎

messenger

Aghwan: 𐔼𐕅𐕒𐕡𐕇𐕆𐔴𐕖𐔰𐔾; Albanian: lajmëtar; Arabic: رَسُول‎, قَاصِد‎; Armenian: բանբեր; Asturian: mensaxeru; Azerbaijani: qasid, rəsul; Belarusian: пасланец, пасыльны, звястун, веснік, ганец, сувязны, кур'ер; Bulgarian: пратеник, пратеница, пратеничка, вестник, куриер; Burmese: တမန်; Catalan: missatger, missatgera; Chinese Mandarin: 信使, 使者, 伻; Czech: posel, kurýr; Danish: bud; Dutch: boodschapper, bode; Esperanto: anoncanto; Estonian: sõnumitooja, saadik; Faroese: boðberi, boðsveinur, sendiboð, ørindasveinur; Finnish: lähetti, sanansaattaja, kuriiri, viestintuoja, viestinviejä; French: messager, coursier; Galician: mensaxeiro; Georgian: მაცნე, შიკრიკი, მოამბე, მაუწყებელი, მომასწავებელი; German: Kurier, Bote, Botschafter; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌿𐍃; Greek: αγγελιοφόρος; Ancient Greek: ἄγγελος; Mycenaean: 𐀀𐀐𐀫; Guaraní: temimbou; Hausa: manzo, masinja; Hebrew: מַלְאָךְ‎ שָׁלִיחַ‎; Hindi: संदेशवाहक; Hungarian: hírvivő, hírnök; Icelandic: sendiboði, boðberi; Irish: teachtaire, scéalaí, eachlach; Italian: messaggero, corriere; Japanese: 使者, メッセンジャー, 伝令, 伻; Kaingang: jẽnẽ jamã; Kazakh: хабаршы; Khmer: អ្នកនាំសារ; Korean: 사자(使者), 메신저; Kurdish Northern Kurdish: pêyamber; Latin: nuntius, nuntia, cursor, viator, viatrix; Latvian: ziņnesis, kurjers, vēstnesis; Lithuanian: pasiuntinys, kurjeris; Macedonian: гласник, курир; Malay: utusan, pengutus; Manchu: ᡝᠯᠴᡳᠨ; Maori: karere, pūrahorua, kaiwaewae; Mongolian Cyrillic: элч; Ngazidja Comorian: ndrume, mtrume; Norwegian Bokmål: bud, budbringer, budbærer, sendebud; Occitan: messatgièr; Old Church Slavonic Cyrillic: проповѣдьникъ; Old English: boda; Old Occitan: messatger; Persian: پیغام رسان‎, پیک‎, رسول‎, قاصد‎; Polish: posłaniec, posłannik, kurier, wysłannik, wysłaniec, poseł, goniec, łącznik; Portuguese: mensageiro; Quechua: chaski, kacha; Romanian: mesager; Russian: посланник, посыльный, вестник, гонец, связной, курьер, мессенджер; Sanskrit: दूत; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̑снӣк, ве̑снӣк, вје̑снӣк; Roman: glȃsnīk, vȇsnīk, vjȇsnīk; Slovak: posol, kuriér; Slovene: sèl; Sorbian Lower Sorbian: pósoł; Spanish: mensajero; Swedish: bud, budbärare; Tagalog: mensahero, sugo; Tajik: қосид, расул; Tashelhiyt: amazan; Tibetan: བང་ཆེན, ཕོ་ཉ; Turkish: haberci, resul, elçi; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎀𐎋; Ukrainian: посланник, посланець, посланець, висланець, кур'є́р, посильний, гонець, зв'язковий, ві́сник, вістун; Urdu: پیام نگار‎; Uyghur: روسۇل‎; Uzbek: xabarchi, rasul; Walloon: messaedjî; Welsh: cennad, negesydd; Wolof: ndaw; Yiddish: משולח‎, שליח‎

colony

Afrikaans: kolonie; Albanian: koloni; Arabic: مُسْتَعْمَرَة‎, مُسْتَمْلَكَة‎; Armenian: գաղութ; Azerbaijani: müstəmləkə; Belarusian: калонія, калёнія; Bengali: উপনিবেশ; Bulgarian: колония; Burmese: ကိုလိုနီ; Catalan: colònia; Chinese Mandarin: 殖民地; Czech: kolonie; Danish: koloni; Dutch: kolonie; Esperanto: kolonio; Estonian: koloonia; Finnish: siirtomaa; French: colonie; Galician: colonia; Georgian: კოლონია; German: Kolonie, Pflanzung, Pflanzstadt; Greek: αποικία; Ancient Greek: ἀποικία, ἀποικίη, ἀποικίς, ἄποικος, ἄποικος πόλις, ἐπιϝοικία, ἐποικία, κατοικία, κληρουχία, κολωνεία, κολωνία, κτίσμα, πόλις ἄποικος; Hebrew: מוֹשָׁבָה‎, קוֹלוֹנְיָה‎; Hindi: कॉलोनी, उपनिवेश; Hungarian: gyarmat; Icelandic: nýlenda; Indonesian: koloni; Italian: colonia; Japanese: コロニー, 植民地; Kazakh: отарлау саясаты, отар, отаршы; Khmer: អាណានិគម; Korean: 식민지(植民地), 콜로니; Kurdish Northern Kurdish: mêtingeh, kolonî; Kyrgyz: колония; Lao: ຫົວເມືອງຂຶ້ນ; Latin: colonia; Latvian: kolonija; Lithuanian: kolonija; Macedonian: колонија; Malay: jajahan, koloni; Maori: koroni; Mongolian Cyrillic: колони; Moore: tẽn-yãmbga; Norwegian Bokmål: koloni; Nynorsk: koloni; Pashto: مستعمره‎; Persian: مستعمره‎, مستملکه‎; Polish: kolonia; Portuguese: colônia; Quechua: mitma; Romanian: colonie; Russian: колония, поселение; Scottish Gaelic: tuineachas; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀ло̄нија; Roman: kòlōnija; Slovak: kolónia; Slovene: kolonija; Spanish: colonia; Swedish: koloni; Tagalog: sakupbayan, kolonya; Tajik: мустамлика, мустамлака; Tatar: колония; Telugu: వలసదేశము; Thai: อาณานิคม, ประเทศราช, เมืองขึ้น; Turkish: koloni, sömürge, müstemleke; Turkmen: koloniýa; Ukrainian: колонія; Uyghur: مۇستەملىكە‎, كولونىيە‎; Uzbek: mustamlaka, koloniya; Vietnamese: thuộc địa; Welsh: trefedigaeth, gwladfa; Yiddish: קאָלאָניע‎