τρεσᾶς: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ᾱ, ὁ, Α<br />αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεσ</i>- του ρ. [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]]» (<b>πρβλ.</b> μτχ. [[τρέσας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλασ</i>-<i>ᾶς</i>, <i>χεσ</i>-<i>ᾶς</i>)].
|mltxt=-ᾱ, ὁ, Α<br />αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεσ</i>- του ρ. [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]]» (<b>πρβλ.</b> μτχ. [[τρέσας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλασ</i>-<i>ᾶς</i>, <i>χεσ</i>-<i>ᾶς</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Flüchtling]]</i>, com., von τρέσας (s. [[τρέω]]) [[gebildet]], Eust. <i>Il</i>. p. 772.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεσᾶς Medium diacritics: τρεσᾶς Low diacritics: τρεσάς Capitals: ΤΡΕΣΑΣ
Transliteration A: tresâs Transliteration B: tresas Transliteration C: tresas Beta Code: tresa=s

English (LSJ)

or τρέσας, ὁ, v. τρέω 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρεσᾶς: ὁ, δειλός, «ὁ φύξηλις, ὃν καὶ τρεσᾶν, εἴποι ἄν τις κωμικευόμενος» Εὐστ. 772, 12· «τρεσάντων, ὅθεν καί τις ἐν Ἀθηναίοις ἐπὶ δειλίᾳ κωμῳδούμενος τρεσᾶς ἐκαλεῖτο, καθὰ καί τις ἕτερος διάρροιαν πάσχων γαστρὸς χεσᾶς ἐλέγετο» ὁ αὐτ. 1000, 11. - Ἐν Χοιροβ. Καν. 43, 3 παροξυτόνως «τρέσας τρέσα, ὁ δειλὸς», ἀλλὰ διορθωτ. τρεσᾶς, τρεσᾶ, ἴδε τὸ ῥῆμα τρέω Ι. 2.

Greek Monolingual

-ᾱ, ὁ, Α
αυτός που τράπηκε σε φυγή, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ- του ρ. τρέω «τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. μτχ. τρέσας) + επίθημα -ᾶς της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. ἐλασ-ᾶς, χεσ-ᾶς)].

German (Pape)

ὁ, der Flüchtling, com., von τρέσας (s. τρέω) gebildet, Eust. Il. p. 772.