ξεινίζω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξεινίζω:''' [[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιος]], Ιων. αντί <i>ξεν-</i>. | |lsmtext='''ξεινίζω:''' [[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιος]], Ιων. αντί <i>ξεν-</i>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion, und ep. = [[ξενίζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, v. ξενίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ξενίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monolingual
ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.
Greek Monotonic
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.
German (Pape)
ion, und ep. = ξενίζω.