σείρινος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(37)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α [[Σείριος]]<br /> <b>1.</b> [[θερμός]], [[καυστικός]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σείρινα]] ἱμάτια» — [[ελαφρά]], καλοκαιρινά ενδύματα.
|mltxt=-ίνη, -ον, Α [[Σείριος]]<br /> <b>1.</b> [[θερμός]], [[καυστικός]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σείρινα]] ἱμάτια» — [[ελαφρά]], καλοκαιρινά ενδύματα.
}}
{{pape
|ptext=<i>heiß, [[hitzig]] [[brennend]]</i>, bes. von der [[Sonnen]]- und [[Sommerhitze]]; dah. [[σείρινα]] ἱμάτια, <i>[[leichte]] [[Sommerkleider]]</i>, Lycurg. bei Harp. und <i>VLL</i>; doch schrieb man nach Phot. auch σέρινα.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σείρῐνος: -η, -ον, (σειρός) θερμός, καυστικός, μάλιστα ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α Σείριος
1. θερμός, καυστικός
2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.

German (Pape)

heiß, hitzig brennend, bes. von der Sonnen- und Sommerhitze; dah. σείρινα ἱμάτια, leichte Sommerkleider, Lycurg. bei Harp. und VLL; doch schrieb man nach Phot. auch σέρινα.