μαστώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[μαστώδης]], -ῶδες) [[μαστός]]<br />αυτός που μοιάζει με μαστό [[κατά]] το [[σχήμα]], [[μαστοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.
|mltxt=-ες (Α [[μαστώδης]], -ῶδες) [[μαστός]]<br />αυτός που μοιάζει με μαστό [[κατά]] το [[σχήμα]], [[μαστοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[μαστοειδής]].
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστώδης Medium diacritics: μαστώδης Low diacritics: μαστώδης Capitals: ΜΑΣΤΩΔΗΣ
Transliteration A: mastṓdēs Transliteration B: mastōdēs Transliteration C: mastodis Beta Code: mastw/dhs

English (LSJ)

ες, = μαστοειδής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.

German (Pape)

ες, = μαστοειδής.