αὐλακίζω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[αὐλακίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[αυλάκι]] σε αγρό ή κήπο<br /><b>2.</b> (για θρήνο) [[κάνω]] αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο [[πρόσωπο]].
|mltxt=(AM [[αὐλακίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[αυλάκι]] σε αγρό ή κήπο<br /><b>2.</b> (για θρήνο) [[κάνω]] αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο [[πρόσωπο]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[furchen]]</i>, γᾶ αὐλακισμένα, <i>[[gepflügt]]</i>es Land, Pratinas bei Ath. XI.461e.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλᾰκίζω Medium diacritics: αὐλακίζω Low diacritics: αυλακίζω Capitals: ΑΥΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aulakízō Transliteration B: aulakizō Transliteration C: avlakizo Beta Code: au)laki/zw

English (LSJ)

—Med., fut. -ίσομαι PFlor.326.10 (ii A. D.):—trace furrows on, plough, ἐδάφη PFlor. l.c.:—Pass., ib.331.7 (ii A. D.); αὐλακισμέναν ἀροῦν, prov. of doing work over again, Pratin.Lyr.3: metaph. of a shooting star leaving a trail, Cat.Cod.Astr.8(3).182.

Spanish (DGE)

(αὐλᾰκίζω)
• Morfología: [fut. med. -ίσομαι PFlor.326.10 (II d.C.)]
1 trazar surcos, arar ἐδάφη PFlor.l.c., ἀρότρῳ ... γῆν Nil.M.79.989A, cf. PFlor.331.7 (II d.C.), PMil.Vogl.305.95 (II d.C.), Mac.Magn.Apocr.4.11, Eust.Op.139.56
en v. pas. prov. γᾶν αὐλακισμέναν ἀροῦν arar la tierra arada Pratin.5.
2 fig. de una estrella fugaz surcar, dejar un rastro εἰ ἀστὴρ εἰς τὸν οὐρανὸν διατρέχων αὐλακίζει ... κίνδυνον σημαίνει Cat.Cod.Astr.8(3).182.4.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (αὖλαξ) ἀνοίγω αὔλακας, ἀροτριῶ, οὐ γᾶν αὐλακισμέναν ἀρῶν, παροιμ. ἐπὶ τῶν μὴ ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτά, τὰ συνήθη δηλ. καὶ πεπατημένα, Πρατίν. 3: μεταφ., «βωμὸν ἐπλήρου θρήνων καὶ κωκυτῶν, τὴν παρειὰν αὐλακίζουσα» Εὐμάθ. 213.

Greek Monolingual

(AM αὐλακίζω)
1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο
2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο.

German (Pape)

furchen, γᾶ αὐλακισμένα, gepflügtes Land, Pratinas bei Ath. XI.461e.