θρομβίον: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρομβίον]], τὸ (Α)<br />[[μικρός]] [[θρόμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θρόμβος]]].
|mltxt=[[θρομβίον]], τὸ (Α)<br />[[μικρός]] [[θρόμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θρόμβος]]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. von [[θρόμβος]], Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβίον Medium diacritics: θρομβίον Low diacritics: θρομβίον Capitals: ΘΡΟΜΒΙΟΝ
Transliteration A: thrombíon Transliteration B: thrombion Transliteration C: thromvion Beta Code: qrombi/on

English (LSJ)

v. θρομβεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

θρομβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόμβος, ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.

Greek Monolingual

θρομβίον, τὸ (Α)
μικρός θρόμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόμβος].

German (Pape)

τό, dim. von θρόμβος, Diosc.