διηέριος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διηέριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, δ. ποτέονται Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 227, κτλ.· - παρὰ πεζοῖς διᾱέριος, ον, Λουκ. Ὀρχ. 42, κτλ.· διάερια λέγειν, ὡς τὸ μετέωρα λ., ὁ αὐτ. Ἰκαρομ. Ι. | |lstext='''διηέριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, δ. ποτέονται Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 227, κτλ.· - παρὰ πεζοῖς διᾱέριος, ον, Λουκ. Ὀρχ. 42, κτλ.· διάερια λέγειν, ὡς τὸ μετέωρα λ., ὁ αὐτ. Ἰκαρομ. Ι. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = [[διαέριος]], <i>[[luftig]]</i>; Ap.Rh. 2.227 Opp. <i>C</i>. 1.66 Qu.Sm. 11.456. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον, through the air, δ. ποτέονται A.R.2.227, etc.:—in Prose, διᾱέριος, ον, Luc.Salt.42, etc.; διαέρια λέγειν, = μετέωρα λ., Id.Icar.1.
Spanish (DGE)
v. διαέριος.
Greek (Liddell-Scott)
διηέριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, δ. ποτέονται Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 227, κτλ.· - παρὰ πεζοῖς διᾱέριος, ον, Λουκ. Ὀρχ. 42, κτλ.· διάερια λέγειν, ὡς τὸ μετέωρα λ., ὁ αὐτ. Ἰκαρομ. Ι.
German (Pape)
ion. = διαέριος, luftig; Ap.Rh. 2.227 Opp. C. 1.66 Qu.Sm. 11.456.