λιτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(23)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτήσιος]], -ον (Α) [[λιτή]]<br />αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.
|mltxt=[[λιτήσιος]], -ον (Α) [[λιτή]]<br />αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[bittend]], [[flehend]]</i>, [[αὐχήν]], Nonn.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λιτήσιος: -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.

Greek Monolingual

λιτήσιος, -ον (Α) λιτή
αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.

German (Pape)

ον, bittend, flehend, αὐχήν, Nonn.