ὠχροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὠχροειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[ωχροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὠχροειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[ωχροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von blassem, bleichem [[Ansehen]], [[bläßlich]]</i>, – od. <i>[[ockerähnlich]], [[gelblich]]</i>, Suid.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχροειδής Medium diacritics: ὠχροειδής Low diacritics: ωχροειδής Capitals: ΩΧΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōchroeidḗs Transliteration B: ōchroeidēs Transliteration C: ochroeidis Beta Code: w)xroeidh/s

English (LSJ)

ές, pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.

Greek Monolingual

-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].

German (Pape)

ές, von blassem, bleichem Ansehen, bläßlich, – od. ockerähnlich, gelblich, Suid.