νοσφίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσφίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> απομακρυσμένος, [[μακρινός]]<br /><b>2.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσφι]] «[[μακριά]], [[κρυφά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> [[οπισθίδιος]]: <i>όπισθεν</i>)].
|mltxt=[[νοσφίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> απομακρυσμένος, [[μακρινός]]<br /><b>2.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσφι]] «[[μακριά]], [[κρυφά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> [[οπισθίδιος]]: <i>όπισθεν</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[entfernt]], [[verstohlen]]</i>, [[λαθραῖος]], Hesych.; Hes. bei <i>Schol. Plat</i>. 45.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφίδιος Medium diacritics: νοσφίδιος Low diacritics: νοσφίδιος Capitals: ΝΟΣΦΙΔΙΟΣ
Transliteration A: nosphídios Transliteration B: nosphidios Transliteration C: nosfidios Beta Code: nosfi/dios

English (LSJ)

α, ον, clandestine, Hes.Fr.187.

Russian (Dvoretsky)

νοσφίδιος: (ῐδ) удаленный, скрытый (ἔργα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].

German (Pape)

entfernt, verstohlen, λαθραῖος, Hesych.; Hes. bei Schol. Plat. 45.