λυκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λυκοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λύκο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λυκαυγής]]», [[ανάμικτος]] ή διακοσμημένος με [[λευκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[λυκοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λύκο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λυκαυγής]]», [[ανάμικτος]] ή διακοσμημένος με [[λευκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[wolfsähnlich]], -[[artig]]</i>, bes. von der [[Farbe]], ζῷα, <i>VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοειδής Medium diacritics: λυκοειδής Low diacritics: λυκοειδής Capitals: ΛΥΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lykoeidḗs Transliteration B: lykoeidēs Transliteration C: lykoeidis Beta Code: lukoeidh/s

English (LSJ)

ές, A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].

German (Pape)

ές, wolfsähnlich, -artig, bes. von der Farbe, ζῷα, VLL.