ἀκλόνητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκλόνητος]], -ον) [[κλονῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλονίζεται, [[αδιάσειστος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[απτόητος]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκλονήτως</i><br />[[χωρίς]] [[λιποψυχία]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκλόνητος]], -ον) [[κλονῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλονίζεται, [[αδιάσειστος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[απτόητος]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκλονήτως</i><br />[[χωρίς]] [[λιποψυχία]].
}}
{{pape
|ptext== [[ἄκλονος]], <i>[[unerschüttert]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλόνητος Medium diacritics: ἀκλόνητος Low diacritics: ακλόνητος Capitals: ΑΚΛΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: aklónētos Transliteration B: aklonētos Transliteration C: aklonitos Beta Code: a)klo/nhtos

English (LSJ)

ον, unshaken, unmoved, Suid., Phot.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no zarandeado, que no sufre sacudidas Φαέθων ... μήτε οἷός τε ὢν ... ἐφιππάζεσθαι ἀ. Palaeph.52.
2 inalterable de Cristo, Origenes M.12.289B, del hombre, Cyr.Al.M.69.956A, c. ac. de rel. τὴν γνώμην ἀκλόνητοι Gr.Nyss.Mart.2.163.1.
II adv. -ως inalterablemente Cyr.Al.M.72.88D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλόνητος: -ον, ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος, Συνέσ., Σουΐδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8672. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκλόνητος, -ον) κλονῶ
1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός
2. απτόητος, αμετάπειστος
μσν.
επίρρ. ἀκλονήτως
χωρίς λιποψυχία.

German (Pape)

ἄκλονος, unerschüttert, Sp.