γονόρροιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(8)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γονόρροιος]], -ον (Α) [[γονόρροια]]<br />ο [[γονορροϊκός]].
|mltxt=[[γονόρροιος]], -ον (Α) [[γονόρροια]]<br />ο [[γονορροϊκός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>am [[Samenfluß]] [[leidend]]</i>, Jos.
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

γονόρροιος: -ον, ὁ πάσχων γονόρροιαν, Ἰώσηπ. Π. Ι. 6. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ον
aquejado de gonorrea subst. γονορροίοις ... καὶ λεπροῖς ἡ πόλις ὅλη ... ἀπεκέκλειστο I.BI 5.227.

Greek Monolingual

γονόρροιος, -ον (Α) γονόρροια
ο γονορροϊκός.

German (Pape)

am Samenfluß leidend, Jos.