διοδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(1b)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοδύρομαι:''' (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).
|elrutext='''διοδύρομαι:''' (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).
}}
{{pape
|ptext=<i>sehr [[beklagen]]</i>, τὴν συμφοράν, Dem. 53.7.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.

Greek Monolingual

διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.

Russian (Dvoretsky)

διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).

German (Pape)

sehr beklagen, τὴν συμφοράν, Dem. 53.7.