ἰσχυριστέον: Difference between revisions
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσχῡριστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο [[κανείς]] πρέπει να [[δείξει]] [[επιμονή]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἰσχῡριστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο [[κανείς]] πρέπει να [[δείξει]] [[επιμονή]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>man muß [[behaupten]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. VII.533a. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
one must maintain stoutly, Pl.R.533a.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἰσχυρίζομαι, δεῖ ἰσχυρίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 533Α.
Greek Monotonic
ἰσχῡριστέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο κανείς πρέπει να δείξει επιμονή, σε Πλάτ.
German (Pape)
man muß behaupten, Plat. Rep. VII.533a.