κρασπεδίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρασπεδίτης]], ὁ (Α) [[κράσπεδον]]<br />ο [[τελευταίος]] του χορού, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[κορυφαίο]].
|mltxt=[[κρασπεδίτης]], ὁ (Α) [[κράσπεδον]]<br />ο [[τελευταίος]] του χορού, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[κορυφαίο]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[letzte]] od. [[hinterste]] in einem Chore</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[κορυφαῖος]], Plut. <i>Symp</i>. 5.5.1.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρασπεδίτης Medium diacritics: κρασπεδίτης Low diacritics: κρασπεδίτης Capitals: ΚΡΑΣΠΕΔΙΤΗΣ
Transliteration A: kraspedítēs Transliteration B: kraspeditēs Transliteration C: kraspeditis Beta Code: kraspedi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dernier figurant d'un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.

Russian (Dvoretsky)

κρασπεδίτης: ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.

Greek Monolingual

κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.

German (Pape)

ὁ, der letzte od. hinterste in einem Chore, Gegensatz von κορυφαῖος, Plut. Symp. 5.5.1.