ἀστραγαλῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστρᾰγαλῖτις''': [ῑ], ιδος, ἡ, [[εἶδος]] ἴριδος (ἢ ἴρεως) ὁμοίας πρὸς ἀστράγαλον, ἴρεως ἀστραγαλίτιδος Γαλην. | |lstext='''ἀστρᾰγαλῖτις''': [ῑ], ιδος, ἡ, [[εἶδος]] ἴριδος (ἢ ἴρεως) ὁμοίας πρὸς ἀστράγαλον, ἴρεως ἀστραγαλίτιδος Γαλην. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ιδος, fem. zu [[ἀστραγαλίτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, Illyrian iris (ἶρις Ἰλλυρική), Gal.12.422.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bot. variedad de iris o lirio ἴρις ἀ. Gal.12.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλῖτις: [ῑ], ιδος, ἡ, εἶδος ἴριδος (ἢ ἴρεως) ὁμοίας πρὸς ἀστράγαλον, ἴρεως ἀστραγαλίτιδος Γαλην.
German (Pape)
ιδος, fem. zu ἀστραγαλίτης.