μαλαγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]].
|mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>von der Art eines erweichenden Umschlages</i>, sp. Medic.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλαγμᾰτώδης Medium diacritics: μαλαγματώδης Low diacritics: μαλαγματώδης Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: malagmatṓdēs Transliteration B: malagmatōdēs Transliteration C: malagmatodis Beta Code: malagmatw/dhs

English (LSJ)

ες, like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.

Greek Monolingual

μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.

German (Pape)

ες, von der Art eines erweichenden Umschlages, sp. Medic.