μαλαγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]]. | |mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>von der Art eines erweichenden Umschlages</i>, sp. Medic. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.
Greek Monolingual
μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.
German (Pape)
ες, von der Art eines erweichenden Umschlages, sp. Medic.