φαρῶ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σχίζω]], ὀργώνω). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[φάρος]], [[ἄφαρος]], [[ἀφάρωτος]] (=[[ἀκαλλιέργητος]]), βούφαρος, [[φάρσος]] (=κομμάτι), [[φάραγξ]] καί [[φάρυγξ]].
|mantxt=(=[[σχίζω]], ὀργώνω). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[φάρος]], [[ἄφαρος]], [[ἀφάρωτος]] (=[[ἀκαλλιέργητος]]), βούφαρος, [[φάρσος]] (=[[κομμάτι]]), [[φάραγξ]] καί [[φάρυγξ]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=σχίζω, ὀργώνω). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: φάρος, ἄφαρος, ἀφάρωτος (=ἀκαλλιέργητος), βούφαρος, φάρσος (=κομμάτι), φάραγξ καί φάρυγξ.