ἐλλέβορος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=βότανο γιά [[θεραπεία]] τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ [[βιβρώσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἐλλεβορίζω (=[[δίνω]] σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=[[θεραπεία]] μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο [[ρῆμα]] [[βιβρώσκω]].
|mantxt=(=βότανο γιά [[θεραπεία]] τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=[[φοβερά]], [[κακά]]) + βόρος τοῦ [[βιβρώσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἐλλεβορίζω (=[[δίνω]] σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=[[θεραπεία]] μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο [[ρῆμα]] [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ bot. [[eléboro]] oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός <b class="b3">semen de Helios es eléboro blanco</b> P XII 433  
|esmgtx=ὁ bot. [[eléboro]] oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός <b class="b3">semen de Helios es eléboro blanco</b> P XII 433  
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 November 2022

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ellébore, plante employée contre la folie ; ◊ prov. πῖθ’ ἑλλέβορον litt. bois de l'ellébore, càd tu es fou, va te faire soigner !.
Étymologie: DELG étym. obsc. ; pê ἐλλός², βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλέβορος: и ἑλλέβορος ὁ бот. эллебор, чемерица (Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἐ. κινεῖ τὴν ἄνω κοιλίαν Arst.): πῖθ᾽ ἑλλέβορον Arph. попей эллебора, т. е. ты с ума спятил.

Mantoulidis Etymological

(=βότανο γιά θεραπεία τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ βιβρώσκω.
Παράγωγα: ἐλλεβορίζω (=δίνω σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=θεραπεία μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο ρῆμα βιβρώσκω.

Léxico de magia

ὁ bot. eléboro oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός semen de Helios es eléboro blanco P XII 433