περίστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld. | |elnltext=περίστεπτος -ον [περιστέφω] [[omwikkeld]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.
Russian (Dvoretsky)
περίστεπτος: увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.
Greek Monolingual
-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.