διπλασιόπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos]] κλίναι Arist.<i>Mech</i>.856<sup>b</sup>1, 5. | |dgtxt=-ον<br />[[dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos]] κλίναι Arist.<i>Mech</i>.856<sup>b</sup>1, 5. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[doppelseitig]]</i>, Arist. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο. | |mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.
Spanish (DGE)
-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.
German (Pape)
doppelseitig, Arist.
Russian (Dvoretsky)
διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.
Greek Monolingual
διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.