καταφύγιο: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταφύγι, το (AM [[καταφύγιον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[πρόσωπο]] όπου καταφεύγει [[κάποιος]] για να βρει [[βοήθεια]], [[σωτηρία]] ή [[προστασία]]<br /><b>2.</b> [[κρυψώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[υπόγειος]] [[χώρος]] που προορίζεται για την [[προστασία]] στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό [[κύμα]] ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, [[κυρίως]], βλημάτων («αντιαεροπορικό [[καταφύγιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φύγιον</i> (-<i>φυγος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του [[φεύγω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[προσφύγιον]], [[συμφύγιον]]]. | |mltxt=και καταφύγι, το (AM [[καταφύγιον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[πρόσωπο]] όπου καταφεύγει [[κάποιος]] για να βρει [[βοήθεια]], [[σωτηρία]] ή [[προστασία]]<br /><b>2.</b> [[κρυψώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[υπόγειος]] [[χώρος]] που προορίζεται για την [[προστασία]] στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό [[κύμα]] ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, [[κυρίως]], βλημάτων («αντιαεροπορικό [[καταφύγιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φύγιον</i> (-<i>φυγος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του [[φεύγω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[προσφύγιον]], [[συμφύγιον]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sanctuary]]=== | |||
Afrikaans: vryplaas, toevlugsoord; Bulgarian: светилище; Chinese Mandarin: 避難所, 避难所; Czech: útočiště; Danish: helle, fristed, tilflugtssted; Estonian: pühamu, varjupaik; Finnish: turvapaikka; French: [[refuge]]; German: [[Zuflucht]], [[Herberge]]; Greek: [[καταφύγιο]]; Ancient Greek: [[ἄσυλον]]; Hungarian: szentély; Italian: [[rifugio]]; Japanese: 避難所; Latin: [[tutum]]; Macedonian: засолниште, прибежиште; Maori: wāhi whakaruru, whakamaurutanga, punanga, kāinga punanga; Middle English: grith; Norwegian Bokmål: tilflukt, tilfluktssted; Nynorsk: tilflukt; Old English: friþstōw; Polish: sanktuarium; Portuguese: [[refúgio]]; Romanian: sanctuar, refugiu, adăpost; Russian: [[убежище]], [[прибежище]], [[приют]]; Swedish: fristad, tillflykt, tillflyktsort; Tocharian B: waste, śarāṃ; Turkish: mabet | |||
}} | }} |
Revision as of 13:12, 6 January 2023
Greek Monolingual
και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον), πρβλ. προσφύγιον, συμφύγιον].
Translations
sanctuary
Afrikaans: vryplaas, toevlugsoord; Bulgarian: светилище; Chinese Mandarin: 避難所, 避难所; Czech: útočiště; Danish: helle, fristed, tilflugtssted; Estonian: pühamu, varjupaik; Finnish: turvapaikka; French: refuge; German: Zuflucht, Herberge; Greek: καταφύγιο; Ancient Greek: ἄσυλον; Hungarian: szentély; Italian: rifugio; Japanese: 避難所; Latin: tutum; Macedonian: засолниште, прибежиште; Maori: wāhi whakaruru, whakamaurutanga, punanga, kāinga punanga; Middle English: grith; Norwegian Bokmål: tilflukt, tilfluktssted; Nynorsk: tilflukt; Old English: friþstōw; Polish: sanktuarium; Portuguese: refúgio; Romanian: sanctuar, refugiu, adăpost; Russian: убежище, прибежище, приют; Swedish: fristad, tillflykt, tillflyktsort; Tocharian B: waste, śarāṃ; Turkish: mabet