φύσκων: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />ventru.<br />'''Étymologie:''' [[φύσκη]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />[[ventru]].<br />'''Étymologie:''' [[φύσκη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκων Medium diacritics: φύσκων Low diacritics: φύσκων Capitals: ΦΥΣΚΩΝ
Transliteration A: phýskōn Transliteration B: physkōn Transliteration C: fyskon Beta Code: fu/skwn

English (LSJ)

or φυσκών, ῶνος, ὁ, A pot-belly, nickname given to Pittacus, Alc.37B; freq. of Ptolemy VII, J.AJ12.4.11, etc. 2 a throw of the dice, Poll.7.205.

German (Pape)

[Seite 1319] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
ventru.
Étymologie: φύσκη.

Russian (Dvoretsky)

φύσκων: ωνος ὁ толстобрюхий, пузан Plut., Diod., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκων: ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, γάστρων, προγάστωρ, ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, εἶδος βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, βόλος πρανής... φύσκων».

Greek Monolingual

και φύσγων, -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α
1. (κυρίως ως παρωνύμιο του Πιττακού) κοιλαράς, προγάστωρ
2. ρίψη βόλων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσκη + επίθημα -ων (πρβλ. ἄρχ-ων)].