ἀλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>tardif p.</i> [[ἀλινδέω]];<br /><i>ao.</i> ἤλισα, <i>pf.</i> ἤλικα;<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
|btext=<i>tardif p.</i> [[ἀλινδέω]];<br /><i>ao.</i> ἤλισα, <i>pf.</i> ἤλικα;<br />[[faire rouler]].<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ ἀλινδῶ (=[[κυλίω]], [[περιπλανιέμαι]]). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ [[ἀλέω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλίνδησις]], [[ἀλινδήθρα]] (=[[κυλίστρα]]).
|mantxt=ἤ ἀλινδῶ (=[[κυλίω]], [[περιπλανιέμαι]]). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ [[ἀλέω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλίνδησις]], [[ἀλινδήθρα]] (=[[κυλίστρα]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

tardif p. ἀλινδέω;
ao. ἤλισα, pf. ἤλικα;
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.

Mantoulidis Etymological

ἤ ἀλινδῶ (=κυλίω, περιπλανιέμαι). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ ἀλέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίνδησις, ἀλινδήθρα (=κυλίστρα).