σπονδυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σπονδυλώδης]], -ῶδες, ΝΑ, και [[σφονδυλώδης]], -ῶδες, Α [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]]]]<br />όμοιος με σπόνδυλο.
|mltxt=-ες / [[σπονδυλώδης]], -ῶδες, ΝΑ, και [[σφονδυλώδης]], -ῶδες, Α [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]]<br />όμοιος με σπόνδυλο.
}}
}}

Revision as of 17:48, 10 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδυλώδης Medium diacritics: σπονδυλώδης Low diacritics: σπονδυλώδης Capitals: ΣΠΟΝΔΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: spondylṓdēs Transliteration B: spondylōdēs Transliteration C: spondylodis Beta Code: spondulw/dhs

English (LSJ)

ες, like vertebrae, Sch. Il. 5.586.

Greek Monolingual

-ες / σπονδυλώδης, -ῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, -ῶδες, Α σπόνδυλος / σφόνδυλος
όμοιος με σπόνδυλο.