σπονδυλώδης

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδυλώδης Medium diacritics: σπονδυλώδης Low diacritics: σπονδυλώδης Capitals: ΣΠΟΝΔΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: spondylṓdēs Transliteration B: spondylōdēs Transliteration C: spondylodis Beta Code: spondulw/dhs

English (LSJ)

ες, like vertebrae, Sch. Il. 5.586.

Greek Monolingual

-ες / σπονδυλώδης, σπονδυλῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, σφονδυλῶδες, Α σπόνδυλος / σφόνδυλος
όμοιος με σπόνδυλο.