σπονδυλώδης
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
ες, like vertebrae, Sch. Il. 5.586.
Greek Monolingual
-ες / σπονδυλώδης, σπονδυλῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, σφονδυλῶδες, Α σπόνδυλος / σφόνδυλος
όμοιος με σπόνδυλο.