έχθρα: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(15)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και [[έχτρα]] και [[έχθρητα]] και όχτρητα (ΑΜ [[ἔχθρα]], Α ιων. τ. ἔχθρη) [[εχθρός]]<br />εχθρική [[διάθεση]], [[εχθρότητα]], [[απέχθεια]], [[αποστροφή]], [[μίσος]] («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «Ἐμπεδοκλέους [[ἔχθρα]]» — άσβεστο [[μίσος]].
|mltxt=έχθρα, η και [[έχτρα]] και [[έχθρητα]] και όχτρητα (ΑΜ [[ἔχθρα]], Α ιων. τ. [[ἔχθρη]]) [[εχθρός]]<br />εχθρική [[διάθεση]], [[εχθρότητα]], [[απέχθεια]], [[αποστροφή]], [[μίσος]] («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «Ἐμπεδοκλέους [[ἔχθρα]]» — άσβεστο [[μίσος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 16 February 2023

Greek Monolingual

έχθρα, η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) εχθρός
εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.)
αρχ.
παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» — άσβεστο μίσος.