Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζής: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(30)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. παλιατζού<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:54, 1 March 2023

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].