γυναικάνηρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=γῠναικάνηρ
|Full diacritics=γῠναικᾰ́νηρ
|Medium diacritics=γυναικάνηρ
|Medium diacritics=γυναικάνηρ
|Low diacritics=γυναικάνηρ
|Low diacritics=γυναικάνηρ

Revision as of 19:01, 23 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικᾰ́νηρ Medium diacritics: γυναικάνηρ Low diacritics: γυναικάνηρ Capitals: ΓΥΝΑΙΚΑΝΗΡ
Transliteration A: gynaikánēr Transliteration B: gynaikanēr Transliteration C: gynaikanir Beta Code: gunaika/nhr

English (LSJ)

[ᾰ], ανδρος, ὁ, woman-man, he-she: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.

Spanish (DGE)

(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.

German (Pape)

[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.

Greek Monolingual

γυναικάνηρ, ο (Α) γυναικωτός, θηλυπρεπής.