vriendelijkheid: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{nlel
{{nlel
|nleltext=[[δεξιότης]], [[ἐνηείη]], [[ἐπιτηδειότης]], [[εὐπροσηγορία]], [[εὐσυναλλαξία]], [[οἰκειότης]], [[οἰκηιότης]], [[οἰκηϊότης]], [[πραότης]], [[προσφίλεια]], [[προσφιλία]], [[τὸ φιλόφρον]], [[φιλημοσύνη]], [[φιλία]], [[φιλοφροσύνη]]
|nleltext=[[δεξιότης]], [[ἐνηείη]], [[ἐπιτηδειότης]], [[εὐπροσηγορία]], [[εὐσυναλλαξία]], [[οἰκειότης]], [[οἰκηιότης]], [[οἰκηϊότης]], [[πραότης]], [[προσφίλεια]], [[προσφιλία]], [[τὸ φιλόφρον]], [[φιλημοσύνη]], [[φιλία]], [[φιλοφροσύνη]]
}}
{{trml
|trtx====[[friendliness]]===
Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: [[vriendelijkheid]]; Finnish: ystävällisyys; French: [[gentillesse]], [[cordialité]]; German: [[Freundlichkeit]]; Greek: [[φιλικότητα]]; Ancient Greek: [[ἐνηείη]], [[ἐπιτηδειότης]], [[εὐπροσηγορία]], [[εὐσυναλλαξία]], [[οἰκειότης]], [[οἰκηιότης]], [[οἰκηϊότης]], [[τὸ φιλόφρον]], [[προσφίλεια]], [[προσφιλία]], [[φιλημοσύνη]], [[φιλία]], [[φιλοφροσύνη]]; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German German Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: [[cordialidade]], [[amizade]]; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: [[дружелюбие]]; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: [[amigabilidad]]; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch
}}
}}

Revision as of 09:34, 9 April 2023

Dutch > Greek

δεξιότης, ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, πραότης, προσφίλεια, προσφιλία, τὸ φιλόφρον, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη