λιθάρτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθάρτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που σηκώνει λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> θ. -<i>αρ</i>- του [[αἴρω]], «[[σηκώνω]]», [[πρβλ]]. <i>ἀρ</i>-<i>ῶ</i> ([[πρβλ]]. <i>αντ</i>-<i>άρτης</i>)].
|mltxt=[[λιθάρτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που σηκώνει λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> θ. -<i>αρ</i>- του [[αἴρω]], «[[σηκώνω]]», [[πρβλ]]. [[ἀρῶ]] ([[πρβλ]]. [[αντάρτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

λιθάρτης, ὁ (Α)
αυτός που σηκώνει λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρῶ (πρβλ. αντάρτης)].