Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόκρανο: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [[[πρβλ]]. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>κρανον</i>].
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [[[πρβλ]]. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[βούκρανον]]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [[[πρβλ]]. κρανίον), πρβλ. βούκρανον].