χρησμωδός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[χρησμῳδός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη [[μορφή]] τραγουδιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] χρησμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Σφίγγας και του Απόλλωνος) [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρησμῳδός]]<br />[[μάντης]], [[προφήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]] / [[ᾠδός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο / [[χρησμῳδός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη [[μορφή]] τραγουδιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] χρησμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Σφίγγας και του Απόλλωνος) [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρησμῳδός]]<br />[[μάντης]], [[προφήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]] / [[ᾠδός]]), [[πρβλ]]. [[ὑμνῳδός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρησμωδός:''' -όν ([[ᾠδή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ψάλλει χρησμούς ή τους μεταφέρει σε στίχους, γενικά, [[προφήτης]], [[προφητικός]], χρησμῳδὸς [[παρθένος]], λέγεται για τη [[Σφίγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[χρησμολόγος]], [[έμπορος]] χρησμών, σε Πλάτ. | |lsmtext='''χρησμωδός:''' -όν ([[ᾠδή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ψάλλει χρησμούς ή τους μεταφέρει σε στίχους, γενικά, [[προφήτης]], [[προφητικός]], χρησμῳδὸς [[παρθένος]], λέγεται για τη [[Σφίγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[χρησμολόγος]], [[έμπορος]] χρησμών, σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:51, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμνῳδός].
Greek Monotonic
χρησμωδός: -όν (ᾠδή)·
I. αυτός που ψάλλει χρησμούς ή τους μεταφέρει σε στίχους, γενικά, προφήτης, προφητικός, χρησμῳδὸς παρθένος, λέγεται για τη Σφίγγα, σε Σοφ.
II. ως ουσ., χρησμολόγος, έμπορος χρησμών, σε Πλάτ.