τρεσᾶς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ᾱ, ὁ, Α<br />αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεσ</i>- του ρ. [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]]» (<b>πρβλ.</b> μτχ. [[τρέσας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλασ</i>-<i>ᾶς</i>, <i>χεσ</i>-<i>ᾶς</i>)].
|mltxt=-ᾱ, ὁ, Α<br />αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεσ</i>- του ρ. [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]]» (<b>πρβλ.</b> μτχ. [[τρέσας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> [[ἐλασᾶς]], [[χεσᾶς]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Flüchtling]]</i>, com., von τρέσας (s. [[τρέω]]) [[gebildet]], Eust. <i>Il</i>. p. 772.
|ptext=ὁ, <i>der [[Flüchtling]]</i>, com., von τρέσας (s. [[τρέω]]) [[gebildet]], Eust. <i>Il</i>. p. 772.
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεσᾶς Medium diacritics: τρεσᾶς Low diacritics: τρεσάς Capitals: ΤΡΕΣΑΣ
Transliteration A: tresâs Transliteration B: tresas Transliteration C: tresas Beta Code: tresa=s

English (LSJ)

or τρέσας, ὁ, v. τρέω 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρεσᾶς: ὁ, δειλός, «ὁ φύξηλις, ὃν καὶ τρεσᾶν, εἴποι ἄν τις κωμικευόμενος» Εὐστ. 772, 12· «τρεσάντων, ὅθεν καί τις ἐν Ἀθηναίοις ἐπὶ δειλίᾳ κωμῳδούμενος τρεσᾶς ἐκαλεῖτο, καθὰ καί τις ἕτερος διάρροιαν πάσχων γαστρὸς χεσᾶς ἐλέγετο» ὁ αὐτ. 1000, 11. - Ἐν Χοιροβ. Καν. 43, 3 παροξυτόνως «τρέσας τρέσα, ὁ δειλὸς», ἀλλὰ διορθωτ. τρεσᾶς, τρεσᾶ, ἴδε τὸ ῥῆμα τρέω Ι. 2.

Greek Monolingual

-ᾱ, ὁ, Α
αυτός που τράπηκε σε φυγή, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ- του ρ. τρέω «τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. μτχ. τρέσας) + επίθημα -ᾶς της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. ἐλασᾶς, χεσᾶς)].

German (Pape)

ὁ, der Flüchtling, com., von τρέσας (s. τρέω) gebildet, Eust. Il. p. 772.