τυπάς: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τυπάδα]].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ύφος<br /><b>2.</b> [[καπάτσος]], [[τσίφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τυπάδα]].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ύφος<br /><b>2.</b> [[καπάτσος]], [[τσίφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> [[γυναικάς]], [[φαφλατάς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 8 May 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.
German (Pape)
άδος, ἡ, Schlägel, Hammer, Soph. frg. 743.
Russian (Dvoretsky)
τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς, φαφλατάς)].