μπουρμπουλήθρα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[φυσαλίδα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μπουρμπουλήθρες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[φυσαλίδα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μπουρμπουλήθρες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. [[δαχτυλήθρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 8 May 2023
Greek Monolingual
η
1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού
2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες
μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες
3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].