ναυταρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναυταρίδιον]], τὁ (Α)<br />υποκορ. του [[ναύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύτης]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>αρίδιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλοι</i>-<i>αρίδιον</i>)].
|mltxt=[[ναυταρίδιον]], τὁ (Α)<br />υποκορ. του [[ναύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύτης]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>αρίδιον</i> ([[πρβλ]]. [[πλοιαρίδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 233] τό, dim. zu ναύτης, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ναυταρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ναύτης, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, σ. 14 Α.

Greek Monolingual

ναυταρίδιον, τὁ (Α)
υποκορ. του ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + υποκορ. κατάλ. -αρίδιον (πρβλ. πλοιαρίδιον)].