οχετόκρανον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχετόκρανον]], τὸ (Α)<br />το ακραίο [[τμήμα]] οχετού, από όπου εκχέεται το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[κρανίον]] (<b>πρβλ.</b> <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i>), <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]].
|mltxt=[[ὀχετόκρανον]], τὸ (Α)<br />το ακραίο [[τμήμα]] οχετού, από όπου εκχέεται το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[κρανίον]] ([[πρβλ]]. [[κιονόκρανον]]), <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀχετόκρανον, τὸ (Α)
το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].