χαλκέα: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[είδος]] πρασινωπής σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιτ</i>-<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i>έα</i>). Το όν. της σαύρας προήλθε από το [[χρώμα]] του οξειδωμένου χαλκού].
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[είδος]] πρασινωπής σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[ιτέα]], [[συκέα]]). Το όν. της σαύρας προήλθε από το [[χρώμα]] του οξειδωμένου χαλκού].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτέα, συκέα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].