ορθοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[κατευθείαν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[πόρος]])].
|mltxt=[[ὀρθοπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[κατευθείαν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» ([[πρβλ]]. [[πρωτοπόρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀρθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πρωτοπόρος)].