σακίδιο: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σακκίδιον]], ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που κρεμάει στον ώμο του ο [[στρατιώτης]] ή ο [[πεζοπόρος]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που χρησίμευε ως [[υποδοχή]] για το [[γέμισμα]] με [[πυρίτιδα]] τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα [[χωρίς]] μεταλλικό κάλυκα<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που φέρει στον ώμο ο [[κυνηγός]], προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> υμενώδες όργανο που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αίθουσα]] του έσω αφτιού, [[αμέσως]] [[κάτω]] από το ασκίδιο, και έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για την [[ισορροπία]] του ατόμου, αλλ. σφαιρικό [[κυστίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πυρην</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=το / [[σακκίδιον]], ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που κρεμάει στον ώμο του ο [[στρατιώτης]] ή ο [[πεζοπόρος]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που χρησίμευε ως [[υποδοχή]] για το [[γέμισμα]] με [[πυρίτιδα]] τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα [[χωρίς]] μεταλλικό κάλυκα<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που φέρει στον ώμο ο [[κυνηγός]], προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> υμενώδες όργανο που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αίθουσα]] του έσω αφτιού, [[αμέσως]] [[κάτω]] από το ασκίδιο, και έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για την [[ισορροπία]] του ατόμου, αλλ. σφαιρικό [[κυστίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[πυρηνίδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

το / σακκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα
νεοελλ.
1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος
2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα χωρίς μεταλλικό κάλυκα
3. μικρός σάκος που φέρει στον ώμο ο κυνηγός, προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα
4. ανατ. υμενώδες όργανο που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του έσω αφτιού, αμέσως κάτω από το ασκίδιο, και έχει μεγάλη σημασία για την ισορροπία του ατόμου, αλλ. σφαιρικό κυστίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρηνίδιον)].