πολυμέτωπος: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε [[πολλά]] μέτωπα (α. «πολυμέτωπη [[επίθεση]]» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέτωπο]] ( | |mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε [[πολλά]] μέτωπα (α. «πολυμέτωπη [[επίθεση]]» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέτωπο]] ([[πρβλ]]. [[πλατυμέτωπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυμέτωπος)].