πολυμέτωπος

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυμέτωπος)].