νεκρολάτρης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α νεολάτρης)<br />αυτός που τιμά με [[λατρεία]] τους νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λάτρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ειδωλο</i>-[[λάτρης]], <i>κοιλιο</i>-[[λάτρης]])].
|mltxt=ο (Α νεολάτρης)<br />αυτός που τιμά με [[λατρεία]] τους νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λάτρης]] ([[πρβλ]]. [[ειδωλολάτρης]], [[κοιλιολάτρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α νεολάτρης)
αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης, κοιλιολάτρης)].