οικοδέγμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδέγμων]], -όνος, ὁ (Α)<br />αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δέγμων</i>, <i>νεκρο</i>-<i>δέγμων</i>].
|mltxt=[[οἰκοδέγμων]], -όνος, ὁ (Α)<br />αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεοδέγμων]], [[νεκροδέγμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek Monolingual

οἰκοδέγμων, -όνος, ὁ (Α)
αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, νεκροδέγμων].