υγροπαγής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός του οποίου το [[νερό]] [[είναι]] παγωμένο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ασθενική [[κράση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>- του [[πήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-<i>παγής</i>, <i>ψυχρο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός του οποίου το [[νερό]] [[είναι]] παγωμένο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ασθενική [[κράση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>- του [[πήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[σκληροπαγής]], [[ψυχροπαγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός του οποίου το νερό είναι παγωμένο
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει ασθενική κράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πάγ-ην), πρβλ. σκληροπαγής, ψυχροπαγής].